Tο γένος Ταμάρινδος (Tamarindus) είναι μονοτυπική ταξινομική ομάδα, έχοντας μόνο ένα είδος. Ο Ταμάρινδος ο ινδικός ή Ταμάρινδος ο φαρμακευτικός (Tamarindus indica) ή κοινώς ο οξυφοίνιξ ή οξυφοίνικας (Αγγλικά: tamarind), είναι ένα λοβοφόρο δέντρο στην οικογένεια των Κυαμοειδών (Fabaceae), γηγενές στην τροπική Αφρική.
Αυτό το δέντρο παράγει βρώσιμους, όμοιους με λοβούς καρπούς, οι οποίοι χρησιμοποιούνται εκτενώς στις κουζίνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Άλλες χρήσεις περιλαμβάνουν την παραδοσιακή ιατρική και τη στίλβωση μετάλλων. Το ξύλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ξυλουργική. Λόγω των πολλών χρήσεων του οξυφοίνικα, η καλλιέργεια έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες.
Προέλευση
Ο Ταμαρίνδος ο φαρμακευτικός (Tamarindus indica), είναι μάλλον αυτόχθονο στην τροπική Αφρική, αλλά έχει καλλιεργηθεί για πολύ καιρό στην Ινδική υποήπειρο, που ορισμένες φορές επίσης, φέρεται να είναι αυτόχθονο εκεί, όπου είναι γνωστό ως imli στα Χίντι-Ουρντού. Φύεται στην Αφρική σε περιοχές τόσο διαφορετικές όσο το Σουδάν, Καμερούν, τη Νιγηρία και την Τανζανία. Στην Αραβία, έχει βρεθεί να φυτρώνει άγρια στο Ομάν, ειδικά στη Dhofar, όπου φύεται στις πλαγιές των λόφων με θέα προς τη θάλασσα. Έφτασε η Νότια Ασία, πιθανόν μέσω της ανθρώπινης μεταφοράς και καλλιέργειας αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν από την Κοινή Εποχή. Είναι ευρέως κατανεμημένη σε ολόκληρη την τροπική ζώνη, από την Αφρική έως την Νότια Ασία, Βόρεια Αυστραλία και σε όλη την Ωκεανία, Νοτιοανατολική Ασία, Ταϊβάν και Κίνα.
Το 16ο αιώνα, εισήχθη σε μεγάλο βαθμό από Ισπανούς και Πορτογάλους αποίκους, στο Μεξικό και σε μικρότερο βαθμό, στη Νότια Αμερική, στο σημείο που έγινε βασικό συστατικό στην κουζίνα της κάθε περιοχής.
Σήμερα, η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός οξυφοίνικα (tamarind). Η κατανάλωση οξυφοίνικα (tamarind) είναι ευρέως διαδεδομένη, λόγω του κεντρικού της ρόλου στις κουζίνες της Ινδικής χερσονήσου, στην νοτιοανατολική Ασία και στην Αμερική, ιδιαιτέρως στο Μεξικό.
Χρήση
Ο πολτός του καρπού είναι βρώσιμος. Ο σκληρός πράσινος πολτός ενός νεαρού καρπού, θεωρείται από πολλούς ως πολύ ξινός, αλλά χρησιμοποιείται συχνά ως συστατικό σε αλμυρά πιάτα, όπως συστατικό παστώματος (σε τουρσί) ή ως μέσο για την παρασκευή ορισμένων δηλητηριωδών γιαμ στην Γκάνα ασφαλή για ανθρώπινη κατανάλωση.
Οι ώριμοι καρποί θεωρούνται πιο εύγευστοι, καθώς ωριμάζουν γίνονται γλυκύτεροι και λιγότερο ξινοί (όξινοι). Χρησιμοποιούνται σε επιδόρπια, ως μαρμελάδα, αναμειγνύονται σε χυμούς ή γλυκαινόμενα ποτά, γρανίτες, παγωτά και άλλα σνακ. Στη Δυτική κουζίνα, βρίσκεται στη σάλτσα Worcestershire. Στα περισσότερα μέρη της Ινδίας, το εκχύλισμα οξυφίνικα (tamarind), χρησιμοποιείται για να δώσει γεύση στις τροφές που κυμαίνονται από γεύματα έως σνακ και το γλυκό φρουτομπαχάρ (τσάτνεϊ) οξυφοίνικα (tamarind) είναι δημοφιλές στην Ινδία, όπως ως ντρέσινγκ σε πολλά σνακ. Στη Νότια Ινδική κουζίνα, ο πολτός οξυφοίνικα (tamarind), είναι ένα βασικό συστατικό στον αρωματισμό του κάρυ με ρύζι, καθώς και στα γλυφιτσούρια Chigali. Σε όλη τη Μέση Ανατολή, από την Εγγύς Ανατολή έως το Ιράν, ο οξυφοίνικας (tamarind), χρησιμοποιείται σε αλμυρά πιάτα, αξιοσημείωτα μαγειρευτά με βάση το κρέας και συχνά σε συνδυασμό με αποξηραμένα φρούτα ώστε να επιτευχθεί μια γλυκόξινη γεύση.
Ένα παραδοσιακό φυτό τροφής στην Αφρική, ο οξυφοίνικας (tamarind) έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τη διατροφή, να ενισχύσει την επισιτιστική ασφάλεια, να προωθήσει την ανάπτυξη της υπαίθρου και να ενισχύσει τη βιώσιμη φροντίδα των εδαφών.
Στη Μαδαγασκάρη, οι καρποί και τα φύλλα του, είναι το γνωστό και αγαπημένο των λεμούριων με τη δαχτυλωτή ουρά (ring-tailed lemurs), παρέχοντας εάν είναι διαθέσιμα, κατά τη διάρκεια του έτους, έως και το 50% των πόρων των τροφίμων τους.
Πηγή: Wikipedia