Η βότκα είναι διαφανές ποτό, απόσταγμα δημητριακών (σιταριού, κριθαριού, σίκαλης ή μίγματος) αλλά και άλλων υλών όπως η πατάτα. Ανάμεσα στις βότκες οι οποίες φτιάχνονται από σιτηρά, αυτες που παράγονται από σκέτο σιτάρι θεωρούνται καλύτερες ποιοτικά.
Η λέξη προέρχεται από τη σλάβικη λέξη “voda” που σημαίνει “νερό”. Βότκα είναι στα ρώσικα το “νεράκι”.
Εκτός από τους διάφορους τύπους αρωματικών ουσιών, αποτελείται από νερό και οινόπνευμα. Η βότκα έχει συνήθως περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που κυμαίνεται από 35% ως 50% vol. Η κλασική ρωσική βότκα έχει περιεκτικότητα 40% vol. Αυτό αναφέρει η έρευνα του Μεντελέγιεφ το 1894.
Σύμφωνα με το Μουσείο Βότκας στην Αγία Πετρούπολη, ο Μεντελέγιεφ βρήκε ότι το τέλειο ποσοστό είναι 38%. Βάσει του αμερικανικού ομοσπονδιακού νόμου, η ελάχιστη περιεκτικότητα οινοπνεύματος της βότκας είναι 40% vol., ενώ στην Ευρώπη το ελάχιστο είναι 37,5%.
Tο ποτό αυτό καταναλώνεται σκέτο, αλλά η αύξηση της δημοτικότητάς του οφείλεται στα κοκτέιλ και άλλα μικτά ποτά, όπως το Bloody Mary και το Martini.
Οι λαοί στα κράτη της πιθανής προέλευσης της έχουν ονόματα με ρίζες που σημαίνουν «κάψιμο». (πολωνικά: gorzałka; ουκρανικά: горілка, χορίλκα, λευκορωσικά: гарэлка, χαρέλκα, λιθουανικά: degtinė; λετονικά: degvīns, ντέγκβινς, σουηδικά: brännvin,μπρένβιν. Στη Ρωσία το 17ο και 18ο αιώνα γκοριάστσεγιε βίνο).
Πηγή: Wikipedia