Η Ρακή ή (το) Ρακί ή Rakija ονομάζεται το αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων ή μελιού. Στον Ελληνικό χώρο το πιο διαδεδομένο είδος ρακιού είναι αυτό των στεμφύλων σταφυλής όπου στην Κρήτη και στην νησιωτική Ελλάδα ονομάζεται Τσικουδιά. Στην στεριανή Ελλάδα (Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία κ.α.) Τσίπουρo. Δημοφιλής επίσης είναι στις σλάβικες χώρες των Βαλκανίων ως Rakija ή Rakiya. Στην αλβανική γλώσσα ονομάζεται Raki ή Rakia και στην ρουμανική Rachiu. Στην Τουρκία με τον όρο Düz Rakı περιγράφουν τα αποστάγματα φρούτων που δεν αρωματίζονται και με τον όρο Anason Rakısı τα αποστάγματα που αρωματίζονται με γλυκάνισο.
Ονομασία
Ο όρος Ρακί (Ρακή) προέρχεται από την αραβική λέξη Arak (Arabic عرق [ʕaraq]) όπου σημαίνει ιδρώτας. Την περίοδο της ανακάλυψης της απόσταξης εισήλθε στην τουρκική. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το λεξιλόγιο της οθωμανικής τουρκικής αποτελούνταν 80% από τα αραβικές λέξεις.
Την εποχή εκείνη η λέξη Rakı περιέγραφε όλα τα αποστάγματα. Μετέπειτα μέσω της οθωμανικής αυτοκρατορίας η λέξη εισήχθη στις γλώσσες των λαών που αποτελούσαν την αυτοκρατορία. Έτσι στην ελληνική, την τουρκική και την ρουμάνικη γλώσσα βρίσκουμε τα λήμματα Ρακή – Ρακί, Rakı και Rachie αντίστοιχα. Στις υπόλοιπες σλαβικές γλώσσες η λέξη μετατρέπεται σε Rakia – Rakija (Βουλγάρικα ракия, πρώην Γιουγκοσλαβικές γλώσσες ракија, αλβανική Rakia ή Raki).
Νομοθεσία
Στις περισσότερες σλαβικές χώρες των Βαλκανίων υπάρχει στην νομοθεσία ο ορισμός των αποσταγμάτων φρούτων, στεμφύλων φρούτων, μελιού, σιτηρών και κονδύλων ηλίανθου ως Rakija. Στην τουρκική νομοθεσία χρησιμοποιείται ο όρος Rakı για το απόσταγμα σούμας σταφυλής ή/και σταφίδας με προσθήκη γλυκάνισου. Στην Ελλάδα δεν ορίζεται από την νομοθεσία ο όρος ρακί αλλά χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη. Η θηλυκή εκδοχή του ονόματος χρησιμοποιείται στην Κρήτη και τη νησιωτική Ελλάδα για την περιγραφή της τσικουδιάς, του αποστάγματος σταφυλής ή/και ακόμα του σύκου. Στην στεριανή Ελλάδα ο όρος έπαψε να χρησιμοποιείται τόσο έντονα αφότου νομοθετήθηκε το τσίπουρο και το ούζο. Η χρήση του δεν έχει σταματήσει πλήρως όπου αυτό φαίνεται από την χρήση του σε λέξεις όπως ρακοκάζανο, ρακοπότηρο κ.α. Στην Ήπειρο συνηθίζεται η απόσταξη κορόμηλων (κούμπλα), μούρων (συκάμια) και σταφυλιών, όπου ο όρος ρακί χρησιμοποιείται ακόμη. Στις βλαχόφωνες περιοχές χρεισημοποιείται ο όρος Αρακί για την περιγραφή του αλκοολούχου ποτού γενικότερα στην καθομιλουμένη.
Πηγή: Wikipedia