Το λάχανο (επιστ. Κράμβη η λαχανώδης ποικ. η κεφαλωτή, Brassica oleracea var. capitata) είναι φυτό διετές, ποώδες και ανήκει στην οικογένεια) των Κραμβοειδών. Στην Κύπρο το λάχανο είναι γνωστό ως κραμπί.
Περιγραφή
Ο βλαστός του είναι κοντός και δεν ξεπερνάει τα 35 εκατοστά μέχρι να ανθοφορήσει.
Τα φύλλα του βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο με στήριγμα ένα σαρκώδες στέλεχος που αποτελεί τον κύριο άξονα του λάχανου.
Τη δεύτερη άνοιξη βγαίνει στη μέση ένα σκληρό στέλεχος που φέρει μικρά άνθη.
Η αναπαραγωγή γίνεται με σπόρο είτε απευθείας σε χωράφι είτε σε φυτώρια ή σπορεία. Όταν το φυτάριο αποκτήσει 5-6 φύλλα τότε γίνεται μεταφύτευση και στη συνέχεια άρδευση.
Οι απαιτήσεις του λάχανου σε νερό είναι μεγάλες. Πρέπει να ποτίζεται τακτικά αλλά κανονικά γιατί μεγάλες ποσότητες νερού πιθανόν να προκαλέσουν μεγάλη επέκταση των ριζών και εξασθένιση του φυτού.
Το λάχανο αναπτύσσεται κανονικά σε θερμοκρασίες από 15-18 βαθμούς Κελσίου. Το φυτό αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ μία ποικιλία αντέχει και μέχρι τους –10 βαθμούς Κελσίου.
Στη μαγειρική
Το λάχανο είναι από τα κυριότερα λαχανικά και καλλιεργείται σε όλες τις Εύκρατες περιοχές . Τρώγεται είτε ωμό σε σαλάτες είτε μαγειρεμένο.
Η γνωστή λαχανοσαλάτα (coleslaw, κόλσλο) έχει προέλευση από την Ολλανδία. Η λαχανόσουπα είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές χώρες, οι λαχανοντολμάδες είναι παραδοσιακό Ελληνικό πιάτο και μία λαχανόσουπα με μανιτάρια τρώγεται παραδοσιακά στη Πολωνία την παραμονή της πρωτοχρονιάς και την Ανάσταση.
Το λάχανο είναι πλούσιο σε βιταμίνη C και ανόργανα στοιχεία απαραίτητα για τη σωστή λειτουργία του πεπτικού συστήματος .
Έχουν αναπτυχθεί πολλές ποικιλίες λάχανου που χαρακτηρίζονται από την εποχή, τη πρωιμότητα (πρώιμες ή όψιμες), το σχήμα (κωνική, σφαιρική), το βάρος (από μισό έως 6 κιλά), το χρώμα (λευκό ή μώβ) και την υφή της κεφαλής (σκληρή ή μαλακή).
Καλλιέργεια στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται κυρίως άσπρες φθινοπωρινές ποικιλίες όπως Γιαννιώτικα, Αλσατίας, Πρώιμα Νάντης, άσπρα Σαβοΐας και άλλες. Η έκταση καλλιέργειας φτάνει τα 8.000 στρέμματα περίπου με παραγωγή γύρω στους 130.000 τόνους.
Πηγή: Wikipedia