Το γαρύφαλλο (ή γαρίφαλο) είναι ο αρωματικός ανθοφόρος οφθαλμός (μπουμπούκι) του δέντρου Συζύγιον το αρωματικόν (Syzygium aromaticum), από την οικογένεια Μυρτίδες. Δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστό λουλούδι. Είναι εγγενές στα νησιά Μολούκες στην Ινδονησία και χρησιμοποιείται ευρέως ως καρύκευμα. Τα γαρίφαλα συγκομίζονται εμπορικά κυρίως στην Ινδονησία, Ινδία, Μαδαγασκάρη, Ζανζιβάρη, Πακιστάν, Σρι Λάνκα και Τανζανία.
Το δέντρο γαρύφαλλο είναι ένα αειθαλές δέντρο που φτάνει σε 8-12 μ ύψος, με μεγάλα φύλλα και αιματόχρωμα λουλούδια, ομαδοποιημένα σε συστάδες ακροδεκτών. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί, αρχικά έχουν χλωμό χρώμα, σταδιακά γίνονται πράσινοι και κατόπιν όταν είναι έτοιμοι για συγκομιδή, αλλάζουν σε ένα φωτεινό κόκκινο. Τα γαρύφαλλα συγκομίζονται όταν έχουν μέγεθος 1,5-2,0 εκ. και αποτελούνται από ένα μεγάλο κάλυκα που καταλήγει σε τέσσερα εξαπλώμενα σέπαλα (φύλλα κάλυκος άνθους). Και τέσσερα μη ανοιγόμενα πέταλα που σχηματίζουν μια μικρή κεντρική μπάλα.
Ετυμολογία
Παραφθορά του βενετικού garofolo, λατιν. garofulum, ελλην. καρυόφυλλο (Ανδριώτης). Στην αρχή το έγραφαν με ύψιλον και δύο λάμδα, όπως ακριβώς και το λουλούδι γαρύφαλλο. Συνώνυμες και οι λέξεις girofle, clou de Girofle, καρενφίλ, καρυόφυλλο(ν). Γερμανιστί gewürznelke. Γνωστό και με τα ονόματα μοσχοκάρφι ή καρυόφυλλο ή γαρόφαλο ή καραφίλι.
Ιστορία
Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει στην Συρία, γαρύφαλλα σε ένα κεραμικό αγγείο, με αποδείξεις που χρονολογούν το εύρημα συν-πλην μερικά χρόνια από το 1721 π.Χ. Στο τρίτο αιώνα π.Χ., ένας Κινέζος ηγέτης της δυναστείας των Χαν, απαιτούσε απ’όσους του απευθύνονταν, να μασούν γαρύφαλλο για να φρεσκάρουν την αναπνοή τους. Τα γαρύφαλλα διαπραγματεύονταν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, μεταξύ των μουσουλμάνων ναυτικών και των εμπόρων, στο κερδοφόρο εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού. Το εμπόριο γαρύφαλλου αναφέρεται επίσης από τον Ιμπν Μπαττούτα (Ibn Battuta) και ακόμη διάσημοι χαρακτήρες από τις Αραβικές Νύχτες, όπως του Σεβάχ του θαλασσινού είναι γνωστό ότι αγόραζαν και πωλούσαν γαρύφαλλα από την Ινδία.
Χρήσεις
Το αιθέριο έλαιό του, γνωστό ως γαρυφαλλέλαιο, εξάγεται από τα γαρύφαλλα με απόσταξη και χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική, στον καθαρισμό των μικροσκοπίων, στην αρωματοποιία και στην παρασκευή διαφόρων σκευασμάτων για τον καθαρισμό του στόματος.
Τα γαρύφαλλα χρησιμοποιούνται στην κουζίνα της Ασίας, Αφρικής, Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Προσδίδουν γεύση στα κρέατα, κάρυ και μαρινάδες καθώς και στα φρούτα όπως μήλα, αχλάδια ή ραβέντι. Το γαρύφαλλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά στα ζεστά ροφήματα, συχνά σε συνδυασμό με άλλα συστατικά όπως λεμόνι και ζάχαρη. Το γαρύφαλλο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως συστατικό του μπαχαράτ.
Στη Μεξικανική κουζίνα, το γαρύφαλλο είναι περισσότερο γνωστό ως clavos de olor (Ισπαν. γαρίφαλο) και συχνά συνοδεύει κύμινο και κανέλα.
Ένα σημαντικό συστατικό της γεύσης του γαρύφαλλου, παρεχόμενη από τη χημική ευγενόλη και η ποσότητα του καρυκεύματος που απαιτείται είναι συνήθως μικρή. Συνδυάζεται καλά με την κανέλα, το μπαχάρι, τη βανίλια, το κόκκινο κρασί. Και το βασιλικό καθώς και το κρεμμύδι, τις φλούδες εσπεριδοειδών, τον αστεροειδή γλυκάνισο ή τους πιπερόκοκκους.
Πηγή: Wikipedia