Όσπρια

Λούπινο

Λούπινο

Το λούπινο (αρχαία ονομασία: θέρμος) είναι φυτό που ανήκει στην υποοικογένεια των ψυχανθών (Papilionoideae/Faboideae) στο γένος Lupinus. Υπάρχουν 300 είδη του φυτού και φύεται σε περιοχές της παραμεσόγειας Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Η καλλιέργεια του λούπινου στην Ελλάδα έχει εγκαταλειφθεί μιας και το θεωρούσαν ευτελές προϊόν.

Χαρακτηριστικά

Το ύψος του ποικίλει από 0,80 μέχρι 1,5 μέτρα ανάλογα με την ποικιλία. Το φυτό είναι ποώδες, ορθόκλαδο, ετήσιο και αυτογόνιμο. Παρόλα αυτά με την βοήθεια εντόμων μπορεί να σταυρογονιμοποιηθεί. Έχει ριζικό σύστημα που αναπτύσσει διακλαδώσεις και μία κεντρική κατακόρυφη ρίζα. Τα φύλλα των λούπινων είναι σύνθετα παλαμοειδή και τα φυλλάρια τους εκπτύσσονται κυκλικά γύρω από την άκρη του μίσχου. Επικρατέστερες ποικιλίες που καλλιεργούνται σήμερα είναι :

  • το λευκό λούπινο (Lupinus albus)
  • το κίτρινο (Lupinus luteus)
  • το κυανό (Lupinus angustifolius) και
  • το μαργαριτώδες λούπινο (Lupinus mutabilis).

Τα άνθη του μπορεί να έχουν λευκό, κίτρινο, κυανό ή και μαργαριτώδες χρώμα. Η ποικιλία που συναντάμε στην Ελλάδα είναι το λευκό λούπινο (Lupinus albus).

Καλλιέργεια

Για να ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους χρειάζεται έδαφος με περιεκτικότητα χαμηλότερη του 5% σε ασβέστιο. Ιδανικά εδάφη είναι αυτά με ph 5-7, αμμοπηλώδη και ελαφρά κοκκινοχώµατα. Είναι ιδανική καλλιέργεια για φτωχά εδάφη, χωρίς την ανάγκη ποτίσματος ή λίπανσης. Παρόλα αυτά σε αρδευόμενα χωράφια και με λίπανση, η καλλιέργεια δίνει μεγαλύτερη παραγωγή.

Η σπορά του γίνεται στις θερμότερες περιοχές το φθινόπωρο, ενώ στις βορειότερες και ορεινές στις αρχές της άνοιξης.  Η σπορά μπορεί να γίνεται στα πεταχτά με το χέρι ή με μηχανή γραμμικά σε αποστάσεις που απέχουν 40-50 εκατοστά και 25 εκατοστά φυτό από φυτό σε κάθε γραμμή.

Η σπορά γίνεται στα 3 με 4 εκατοστά. Σε επικλινή εδάφη μπορεί να σπέρνονται οι σπόροι επιφανειακά χωρίς να καλύπτονται, επειδή μπορούν να φυτρώσουν με την υγρασία του εδάφους.

Τα λούπινα συλλέγονται µε θεριστική μηχανή, κατά κανόνα μέσα στον Αύγουστο, όταν το μεγαλύτερο μέρος των λοβών τους έχει αρχίσει να ωριμάζει.

Ιστορικά στοιχεία

Το φυτό πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Αίγυπτο. Κουβαλά ιστορία 3000 χρόνων στην Μεσόγειο και συναντάται στην Αρχαία Ελλάδα. Υπάρχουν αναφορές από τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη που αναφέρονται σε αυτό με την ονομασία «θέρμος» (ο ήμερος) και αναγνωρίζουν δύο ποικιλίες – την πικρή και τη γλυκιά. Ο Φλωρεντίνος αναφέρεται στην ωφέλεια της καλλιέργειας του λούπινου για τα χωράφια καθώς τα κάνει γόνιμα. Γεγονός που ευσταθεί, καθώς το φυτό απορροφά άζωτο από την ατμόσφαιρα και μετά το χρησιμοποιεί αλλά και το αποθηκεύει στις ρίζες του.

Φαρμακευτική

Από την αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν ως κατάπλασμα ως καταπραϋντικό και μαλακτικό για την αντιμετώπιση των σπυριών, των αποστημάτων και των φλεγμονών όπως τα εκζέματα και οι λειχήνες. Κατά τον μεσαίωνα θεωρούσαν ότι ήταν κατάλληλο για την αντιμετώπιση των παράσιτων του εντέρου αλλά και για την αντιμετώπιση δερματικών νοσημάτων. Επίσης είναι γνωστή η χρήση του για την αντιμετώπιση των αρθριτικών και του διαβήτη, καθώς και η δράση του σαν ανθελμινθικό, εμμηναγωγό, διουρητικό και καθαρτικό. Η κυανή ποικιλία του φυτού διαθέτει ηρεμιστικές ιδιότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις αϋπνίας και υπερέντασης. Μπορεί να καταναλωθεί ακόμα με τη μορφή βάμματος ή αφεψήματος. Από το εκχύλισμα του φυτού λούπινο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1886 από τον Ελβετό χημικό Ερνστ Σούλτζε (Ernst Schultze) η αργινίνη, που είναι ένα ημιαπαραίτητο αμινοξύ το οποίο το ανθρώπινο σώμα μπορεί να παράγει, αλλά σε περίπτωση απουσίας του μπορεί να αναπληρωθεί μέσω της διατροφής. Στην ομοιοπαθητική τα λούπινα εξαιτίας των πολλών θρεπτικών του συστατικών χρησιμοποιούνται για την τόνωση του αναπνευστικού συστήματος και για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων χρόνιας κόπωσης.

Πηγή: Wikipedia